- κρύφιον
- κρύφιοςhiddenmasc acc sgκρύφιοςhiddenneut nom/voc/acc sgκρύφιοςhiddenmasc/fem acc sgκρύφιοςhiddenneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρύφιος — α, ο (AM κρύφιος, ον, θηλ. και κρυφία) 1. αυτός που δεν εκδηλώνεται ή δεν γίνεται φανερός σε άλλους, κρυφός, μυστικός, άδηλος, αφανέρωτος (α. «κρύφια ελπίδα» β. «αἱμυλίους τε λόγους κρύφιους τ ὀαρισμούς», Ησίοδ.) 2. απόρρητος, απόκρυφος μσν. αρχ … Dictionary of Greek
SACRA — I. SACRA Cryphia, seu Opertanea, apud Petronium ubi alii crypta legunt, dicebantur Veter bus illa, ad quarum inspectionem, non nisi post variorum annorum moram et per difficiles plurimarum ceremoniarum ambages, homines admittebantur. Qualia erant … Hofmann J. Lexicon universale
SILENTIUM — I. SILENTIUM in carcere Inquisitionis, tam rigide exigitur, ut nulli captivo mutire ullumve sonum edere liceat. Quare si quis eiulet, aut infortunium suum deploret, aut clarâ voce Deum precetur, aut cantet, sive pslamum, sive hymnum sacrum, mox… … Hofmann J. Lexicon universale
μακτήριος — μακτήριος, ία, ον (Α) [μακτήρ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ζύμωμα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μακτήριον α) σκάφη ζυμώματος, μάκτρα β) μάκτρο, προσόψιο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μακτήρια πιθ. τροφή, τρόφιμα 4. (κατά τον Ησύχ.) «μακτήριον… … Dictionary of Greek
ύπαφρος — και δ. γρφ. ὕποφρος, ον, Α 1. ο κάπως αφρώδης 2. αυτός που έχει αφρούς από κάτω («καὶ τούτων οὐδὲν ὅτι οὐχ ὕπαφρόν ἐστι καὶ ἔχον περὶ αὐτὸ θαλάμας», Ιπποκρ.) 3. μτφ. (κατά τον Ησύχ.) «ὕπαφρον τὸ μὴ φανερόν ὕπαφρον λέγουσιν,... ἔνιοι κρύφιον καὶ… … Dictionary of Greek
ԹԱՔՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0803 Chronological Sequence: 8c, 10c, 12c գ. κρυφιότης, τὸ κρύφιον arcanum, secretum Թաքունն գոլ. ծածկութիւն. գաղտնութիւն. գաղտնիք. խորհուրդ. *Գերագոյնն զարդ որպէս թաքնութեան նախակարգաբար հպեալ՝ թաքնութեամբ վարկանելի է քահանայապետել… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)